- φύλακτρο
- το / φύλακτρον, ΝΑνεοελλ.συν. στον πληθ. τα φύλακτρατο ποσό που καταβάλλεται για τη φύλαξη εμπορευμάτων σε αποθήκη ή σε προκυμαίααρχ.(στην Αίγυπτο) το φυλακιτικόν*.[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος + επίθημα -τρον*].
Dictionary of Greek. 2013.